- αιμομειξία
- ηη σεξουαλική σχέση ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα που συνδέονται με στενή εξ αίματος συγγένεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιμομειξία — Σαρκική ένωση δύο προσώπων που είναι στενοί συγγενείς εξ αίματος. Από την αρχαιότητα είναι γνωστές πολλές περιπτώσεις που επιτρεπόταν η α. Στους Πέρσες, στους Σκύθες και τους Τατάρους ο πατέρας μπορούσε να παντρευτεί την κόρη του, ο αδελφός την… … Dictionary of Greek
αιμομείκτης — αιμομεικτικός, αιμομειξία κ.λπ. βλ. αιμομίκτης, αιμομικτικός, αιμομιξία κ.λπ … Dictionary of Greek
αιμομιξία — και αιμομειξία, η (Μ αἱμομιξία) σαρκικές σχέσεις μεταξύ συγγενών εξ αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + μίξις ( η)] … Dictionary of Greek
ανατροφή — Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση… … Dictionary of Greek
Βοργίας — (ισπαν. Borja, ιταλ. Borgia). Επώνυμο ισπανικής οικογένειας από τη Χατίβα (Βαλένθια) που μετανάστευσε στην Ιταλία στις αρχές του 15ου αι. και απέκτησε μεγάλη φήμη, όταν δύο από τα μέλη της ανέβηκαν στον παπικό θρόνο: ο Κάλλιστος Γ’ (1455 58) και… … Dictionary of Greek
Σοφοκλής — I Αρχαίος Έλληνας τραγικός (Αθήνα 496 406 π.Χ.). Γιος ενός οπλοποιού, το 480 ήταν επικεφαλής του νικητήριου χορού των εφήβων κατά τον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας. Το 468 σημείωσε την πρώτη νίκη στους δραματικούς αγώνες νικώντας τον Αισχύλο… … Dictionary of Greek
Φρέιγια ή Φριγκ — (Freyja ή Frigg). Θεά της αρχαίας γερμανικής θρησκείας, που συνδεόταν με τη γονιμότητα. Με το όνομα Φρέιγια αναφερόταν η σύζυγος του Οντίν, του βασιλιά των θεών και προστάτη της οικογένειας. Πολλά γεγονότα μαρτυρούν τη φιληδονία της, όπως η… … Dictionary of Greek